- Αρμενιος
- Ἀρμένιος2армянский
(οὖρος Her.; γῆ Her.)
ὅ Ἀ. Her., Plut. — армянин
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὖρος Her.; γῆ Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀρμένιος — Armenia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμένιος — (AM ἀρμένιος, ία, ον) [Αρμενία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρμενία ή στους Αρμενίους 2. ως ουσ. ο Αρμένης … Dictionary of Greek
ἀρμένιος — σάνδυξ a bright red colour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεμπεός — Αρμένιος ιστορικός του 7ου αι., συγγραφέας της Ιστορίας, που αναφέρεται στην περίοδο του αυτοκράτορα Ηράκλειου (610 41). Η παράθεση των γεγονότων φτάνει ως το 661. Στο έργο αυτό περιγράφονται οι μάχες μεταξύ Βυζαντινών και Περσών, οι εκστρατείες… … Dictionary of Greek
Ἀρμενίαις — Ἀρμένιος Armenia fem dat pl Ἀρμενία Armenia fem dat pl Ἀρμενίη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρμενίη — Ἀρμένιος Armenia fem nom/voc sg (epic ionic) Ἀρμενία Armenia fem nom/voc sg (epic ionic) Ἀρμενίη fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρμενίην — Ἀρμένιος Armenia fem acc sg (epic ionic) Ἀρμενία Armenia fem acc sg (epic ionic) Ἀρμενίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρμενίης — Ἀρμένιος Armenia fem gen sg (epic ionic) Ἀρμενία Armenia fem gen sg (epic ionic) Ἀρμενίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρμενίους — Ἀρμένιος Armenia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρμενίῃ — Ἀρμένιος Armenia fem dat sg (epic ionic) Ἀρμενία Armenia fem dat sg (epic ionic) Ἀρμενίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρμένιε — Ἀρμένιος Armenia masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)